καρπευω

καρπευω
    καρπεύω
    1) собирать жатву
    

τό καρπευθέν Plut. — собранная жатва

    2) пользоваться, эксплуатировать
    

(τέν χώραν Polyb.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καρπευω" в других словарях:

  • καρπεύω — (AM καρπεύω) [καρπός (Ι)] νεοελλ. μσν. παράγω καρπούς («οι πορτοκαλιές έχουν καρπέψει») αρχ. 1. συγκομίζω τον καρπό 2. επωφελούμαι από κάποιον …   Dictionary of Greek

  • καρπεύσουσι — καρπεύω enjoy the fruits of aor subj act 3rd pl (epic) καρπεύω enjoy the fruits of fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καρπεύω enjoy the fruits of fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπευθέν — καρπεύω enjoy the fruits of aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπεύειν — καρπεύω enjoy the fruits of pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπεύεται — καρπεύω enjoy the fruits of pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρπευμα — το (Α κάρπευμα) [καρπεύω] νεοελλ. η ετήσια παραγωγή καρπών μιας έκτασης φυτεμένης με οπωροφόρα δένδρα αρχ. καρπός …   Dictionary of Greek

  • καρπεία — καρπεία, ἡ (Α) [καρπεύω] 1. η απολαβή, η κάρπωση («καρπεία τῶν κρεῶν», Πολ.) 2. στον πληθ. αἱ καρπεῑαι οι μισθοί …   Dictionary of Greek

  • καρπείον — καρπεῑον, τὸ (Α) [καρπεύω] 1. ο καρπός 2. η κάρπωση …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • καρπεῦσαι — καρπέω pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) καρπεύω enjoy the fruits of aor inf act καρπόω bear fruit pres part act fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαρπεύεσθαι — ἀπό καρπεύω enjoy the fruits of pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»